- συσχολαστής
- συσχολαστήςschool-fellowmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συσχολαστής — ὁ, Α [συσχολάζω] 1. αυτός που έχει σχόλη μαζί με κάποιον άλλον 2. (κατ επέκτ.) συμμαθητής, συμφοιτητής … Dictionary of Greek
συσχολασταῖς — συσχολαστής school fellow masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσχολασταί — συσχολαστής school fellow masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσχολαστοῦ — συσχολαστής school fellow masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσχολαστῇ — συσχολαστής school fellow masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσχολαστήν — συσχολαστής school fellow masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσχολαστῶν — συσχολαστής school fellow masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσχολαστάς — συσχολαστά̱ς , συσχολαστής school fellow masc acc pl συσχολαστά̱ς , συσχολαστής school fellow masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύσχολος — ὁ, Μ συσχολαστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σχολος (< σχολή «αργία, ανάπαυση»), πρβλ. ἀπό σχολος] … Dictionary of Greek